- μπούνα
- Ομάδα συνθετικών ελαστικών που παρασκευάζεται με πολυμερισμό του βουταδιενίου με παρουσία νατρίου· το όνομα μπούνα προέρχεται από τα δύο πρώτα γράμματα των λέξεων butadiene - natrium. Τα ελαστικά μ. παράχθηκαν στη Γερμανία μετά το 1927, αλλά οι ιδιότητες των βουλκανισμένων (ενθειωμένων) προϊόντων ήταν κατώτερες των βουλκανισμένων προϊόντων του καουτσούκ. Σήμερα, με το όνομα μ. S και μ. Ν εννοούνται τα συνθετικά ελαστικά που παρασκευάζονται με μεικτό πολυμερισμό του βουταδιενίου με το στυρόλιο και το ακρυλικό νιτρίλιο· τα ελαστικά αυτά εμφανίζουν ιδιότητες που μερικές φορές είναι ανώτερες από του φυσικού ελαστικού και παρουσιάζουν τα πλεονεκτήματα της αντοχής στην ψύξη. Η αρχή της παραγωγής σε ευρεία κλίμακα έγινε στις ΗΠΑ κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, επειδή το καουτσούκ ήταν σπάνιο και θεωρούνταν πολεμικό υλικό. Το 1945, η παραγωγή μ. έφτασε το ένα εκατομμύριο τόνους.
Dictionary of Greek. 2013.